- συνῳκοδομοῦντο
- συνοικοδομέωbuild togetherimperf ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνωικοδομοῦντο — συνῳκοδομοῦντο , συνοικοδομέω build together imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοικοδομώ — έω, Α [οἰκοδομῶ] 1. οιδοδομώ συγχρόνως 2. τειχίζω, αποκλείω με τείχος 3. παθ. συνοικοδομοῡμαι, έομαι α) οικοδομούμαι εντελώς β) οικοδομούμαι μαζί με κάτι άλλο («συνωκοδομοῡντο οἱ κίονες τοῡς τοίχοις», Διόδ.) … Dictionary of Greek